άδακρυς

άδακρυς
Αδάκρυτος, εκείνος που δεν δακρύζει ή και εκείνος που δεν προξενεί δάκρυα. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να χρησιμοποιούν τις εκφράσεις ά. μάχη, ά. νίκη και ά. πόλεμος.Στην αρχή, οι εκφράσεις αυτές σήμαιναν ότι είχε επιτευχθεί η νίκη χωρίς απώλειες. Έπειτα όμως σήμαιναν το ευτύχημα που σημειώθηκε χωρίς κόπους, με παράδοξο τρόπο. Συνήθως όμως οι εκφράσεις αυτές αναφέρονταν στη νίκη των Σπαρτιατών κατά των Αρκάδων το 368 π.Χ.
* * *
ἄδακρυς (-υος), -υ (Α) [δάκρυ]
1. αυτός που δεν δακρύζει ή δεν δάκρυσε, ο χωρίς δάκρυα, αδάκρυτος
2. αυτός που δεν προξενεί δάκρυα
3. αυτός για τον οποίο δεν χύνονται ή δεν χύθηκαν δάκρυα, ο αθρήνητος
3. σε περίπτωση πολέμου («ἄδακρυς πόλεμος», «ἄδακρυς μάχη») σημαίνει την επιτυχημένη και χωρίς απώλειες ή θύματα μάχη ή πόλεμο
4. σε γενικότερη χρήση μπορεί να σημαίνει χαρούμενη και απροβλημάτιστη περίοδο ζωής («ὑπό τροφῷ ἄδακρυς»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄδακρυς — ἀδάκρυτος without tears masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”